Η εξέγερση του Κιλελέρ είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον αγώνα του Μαρίνου Αντύπα , ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τσιφλικάδες της Θεσσαλίας το 1907. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν ίσως την πιο σημαντική εξέγερση στον ελλαδικό χώρο από την εποχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα μετά και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας σε αυτό το 1881. Χαρακτηριστική είναι η αποφασιστικότητα των αγροτών της εποχής για απόκτηση όσων τους ανήκαν.
Ενα ξέσπασμά που οφείλει πολλά στη βοήθεια των συνδικάτων και των σωματείων τα οποία ανθούν στις αρχές του 20ου αιώνα σε Πελοπόννησο και Θεσσαλία και που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και τη οργάνωση των τρόπων αντίστασης. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι οι επαναστατικές ιδέες (για την εποχή σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και αναρχικές) κυριαρχούν μέσα στα συνδικάτα και επηρεάζουν άμεσα όλους τους εμπλεκόμενους οι οποίοι φαίνεται να υιοθετούν κομμάτια και από τις τρείς ιδεολογίες , θεωρίες και πρακτικές δίχως πολλές φορές να γίνεται ξεκάθαρο για τον αν τελικά είναι αναρχικοί, σοσιαλιστές ή κομμουνιστές.
Λίγα λόγια για τον Μαρίνο Αντύπα….
Τη μορφή του Μαρίνου Αντύπα την γέννησε η ριζοσπαστική, επαναστατική παράδοση της Κεφαλονιάς καθώς επίσης ο ιδρώτας και το αίμα των αγροτών στα λασποχώραφα της Θεσσαλίας.
Ο Μαρίνος είδε το φως το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου στην Κεφαλονιά. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Σπύρου Αντύπα και της Αγγελίνας Κλαδά από το Αργοστόλι και είχε δυο μικρότερα αδέλφια. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική επανάσταση το 1897 όπου και τραυματίστηκε. Η έντονη κριτική που άσκησε στο παλάτι για την έκβαση του πολέμου και οι φλογεροί του λόγοι τον έφεραν σε σύγκρουση με το καθεστώς. Γιʼαυτό διώκεται και φυλακίζεται για ένα χρόνο στις φυλακές της Αίγινας κάτω από βασανιστικές συνθήκες. Η υπ΄αριθ. 4176 διαταγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης δίνει αυστηρή εντολή: Να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μην συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν “υπό άναλον δίαιτα”. Μετά την αποφυλάκισή του, το 1900 επέστρεψε στην Κεφαλονιά. Άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα “Ανάσταση” αλλά σύντομα αναγκάστηκε να την κλείσει. Εκείνη την εποχή βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν μαραγκός και ξυλογλύπτης. Την ίδια εποχή, ο Μαρίνος, ο Μαρής όπως τον έλεγαν στα χωριά της Κεφαλονιάς, ίδρυσε το “Λαϊκό Αναγνωστήριο η ΙΣΟΤΗΣ” που έγινε το πνευματικό κέντρο του νησιού.
Το 1903 φεύγει για το Βουκουρέστι όπου βρίσκει το θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση, πλούσιο γεωπόνο τον οποίο έπεισε να έρθει στην Ελλάδα να αγοράσει κτήματα.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μαρίνος επιστρέφει στην Κεφαλονιά και εκδίδει ξανά την εφημερίδα Ανάσταση. Οι αρχές τον συλλαμβάνουν για τα άρθρα του αλλά στη δίκη αθωώνεται.
Το 1906 έλαβε μέρος στις εκλογές. Το κατεστημένο του νησιού συσπειρώθηκε εναντίον του και έχασε. Φεύγει για τον Πυργετό, στη Ραψάνη της Θεσσαλίας όπου ο θείος του μαζί με τον συμπατριώτη του Μεταξά είχαν αγοράσει στο μεταξύ ένα μεγάλο τσιφλίκι.Εκεί αρχίζει να ασχολείται με το αγροτικό ζήτημα. Οι προτάσεις του ήταν όπως πάντα ρηξικέλευθες, με αποτέλεσμα να γίνει πολύ αγαπητός στον λαό και πολύ μισητός στους γαιοκτήμονες.
Να σημειώσουμε πως από τα πανάρχαια χρόνια οι καλλιεργητές του θεσσαλικού κάμπου ήταν υπόδουλοι στους μεγάλους γαιοκτήμονες, όποια ονομασία και αν έφεραν: Μενέστες ή Πενέστες κατά την αρχαιότητα, δουλοπάροικοι κατά την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ραγιάδες επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, κολίγοι μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 καθώς οι αποχωρούντες οθωμανοί μπέηδες κι αγάδες πούλησαν τα τσιφλίκια τους σε πλούσιους έλληνες αστούς (Σκυλίτση, Ζάππα, Ζωγράφο, κ.ά.).
Οι κολίγοι ζούσαν σε άθλιες καλύβες μέσα σε μεγάλη φτώχεια και η ζωή, η τιμή και η υπόληψή τους ήταν στη διάθεση του αφέντη. Οι προσπάθειες για να δοθεί η γη του κάμπου στους καλλιεργητές του συναντούσε την αντίδραση των πανίσχυρων τσιφλικάδων και οι κολίγοι των τσιφλικιών βρέθηκαν, την επόμενη της ενσωμάτωσης, σε δεινή θέση: Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, δεν καλύπτονταν πλέον από τις ισόβιες κολιγικές συμβάσεις, αλλά, με τη λήξη της αγρομίσθωσης, μπορούσαν να εκδιωχτούν από τη γη που καλλιεργούσαν.
Να σημειωθεί πως από τα 909 τσιφλίκια που υπήρχαν τότε στη χώρα τα 584 βρίσκονταν στη Θεσσαλία.Ανάμεσά τους ήταν και το τσιφλίκι που ανήκε άλλοτε στον Αλή Πασά το οποίο αγοράστηκε και πέρασε στα χέρια των Κεφαλονίτων Μ. Μεταξά, από την πλευρά του Πυργετού, και Γ. Σκιαδαρέση, με έδρα το Ομόλιο (Λασποχώρι), με συνολική έκταση 300.000 στρέμματα.
Ο Γ. Σκιαδαρέσης διόρισε επιστάτες τον Μαρίνο Αντύπα και τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση. Με τον ερχομό του στην περιοχή, ο Αντύπας άρχισε αμέσως τη δράση ξεσηκώνοντας με τα κυρήγματά του τους κολίγους για να απαιτήσουν δυναμικά τη διανομή της γης σε αυτούς.
Στις ενέργειές του αυτές είχε την κάλυψη του θείου του και άρχισε να παραχωρεί στους κολίγους εκτάσεις για βοσκότοπους, για να χτίσουν σπίτια, τους αποδίδει το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε, εφαρμόζει τις αργίες, όπως της Κυριακής πριν καν καθιερωθεί από το κράτος (το 1910), χτίζει σχολεία για τα παιδιά τους, οργανώνει αγροτικούς συνδέσμους. Οι αγρότες τον αγάπησαν αλλά οι τσιφλικάδες του κάμπου που απειλούνταν τα τεράστια συμφέροντά τους άρχισαν να ανησυχούν και στράφηκαν εναντίον του καταστρώνοντας σχέδια για την εξόντωσή του.
Οι τσιφλικάδες, σύμφωνα με την δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση, πλήρωσαν τον Γιάννη Κυριακού, επιστάτη στο τσιφλίκι Μ. Μεταξά, με 12.000 δρχ. για να σκοτώσει τον Μαρίνο.Ο Αντύπας προαισθάνθηκε το τέλος του κι έλεγε στους αγρότες: “Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ΄ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας”.
Το βράδυ της 8ης Μαρτίου 1907 κι ενώ βρισκόταν στον Πυργετό, ο Αντύπας δέχθηκε πισώπλατα τη σφαίρα του δολοφόνου Κυριακού και πέθανε στην αγκαλιά του εξαδέλφου του Π. Σκιαδαρέση.Ο θάνατός του προκάλεσε συγκίνηση σε όλη τη χώρα. Τάφηκε στο χώρο εκείνο που αγωνίστηκε. Οι αρχές κάλυψαν τον δολοφόνο του και τους ηθικούς αυτουργούς. Ο θείος του Γ. Σκιαδαρέσης, μετά το χαμό του πούλησε το τσιφλίκι κι έφυγε.
Όταν δολοφονήθηκε ο Αντύπας ήταν μόλις 35 χρόνων, πρόλαβε όμως να σπείρει στα χωράφια της Θεσσαλίας το σπόρο της ελευθερίας. Οι ιδέες και τ' όνομά του θα γίνουν οι σημαίες της αγροτιάς και τρία, μόλις, χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει η μεγάλη εξέγερση του Κιλελέρ.
Η ιδεολογία του
Η ιδεολογία του Μαρίνου Αντύπα παραμένει ακόμα και σήμερα σημείο τριβής διαφόρων τάσεων. Οι αναρχικοί σημειώνουν τη βάφτιση της Αναρχίας και της Επανάστασης, αλλά και τις κατά καιρούς ανατρεπτικές δηλώσεις του σχετικά με «καθαίρεσιν των βασιλέων, εξαφάνισιν των πλουσίων, κατεδάφισιν των στρατώνων, κατάργησιν των κοινωνικών
τάξεων». «Είμεθα επαναστάται! Ούτος είναι ο τίτλος μας και διά τούτο καυχώμεθα! Ζητούμεν την παγκόσμιαν Ελευθερίαν - Ισότητα - Αδελφότητα. Ζητούμεν μίαν πατρίδα περιλαμβάνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα. Μίαν τάξιν ανθρώπων, την των εργαζομένων. Αναφωνούμεν: Ζήτω ο εις και μόνος άρχων λαός».
Το ίδιο πιστεύουν και αυτοί που υποστηρίζουν τη σοσιαλιστική του κατεύθυνση,
παρουσιάζοντας ανάλογες δηλώσεις του: «Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα».
Κάποιοι άλλοι τον αναφέρουν σαν αναρχοχριστιανοκοινωνιστή: «(...) αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρήσουσι οι τύραννοι και δεσπόται, διά του αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός». Ο Γ. Κορδάτος, στην «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα» αναφέρει: «Ούτε ξένες γλώσσες ξέρει ούτε μόρφωση σοσιαλιστική έχει. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπέμπελ, του Ζολά κ.ά. τον επηρεάζουν πολύ. Θα είχε διαβάσει επίσης την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και τις αναρχικές μπροσούρες που είχαν κυκλοφορήσει... στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Το δίχως άλλο κι απ’ τα φυλλάδια του Καλλέργη και του Δρακούλη κάτι θα πήρε. Στο μυαλό του, όμως, δεν ξεχώριζε τον Τολστόι από τον Μπέμπελ, τον Ζολά από τον Κροπότκιν. Ολους τους έπαιρνε για σοσιαλιστές της ίδιας μάρκας».
Το σίγουρο είναι ότι ο Αντύπας είχε δεχτεί επιρροές καταρχήν από το μεγάλο κίνημα του αναρχισμού που υπήρχε τον 19ο αιώνα στην Κέρκυρα και στην πορεία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις που συνάντησε στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και αν το πολιτικό του στίγμα δεν ήταν απόλυτα σαφές – με βάση τα σημερινά δεδομένα – οι μέθοδοί του ήταν σαφέστατες: αγώνας, διεκδίκηση, σύγκρουση. Σαν ένδειξη σεβασμού προς τους αγώνες του και τον θάνατό του, ας αφήσουμε να τον χαρακτηρίσουν ιδεολογικά οι τελευταίες λέξεις που – κατά τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση – είπε πριν ξεψυχήσει:
Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία.
Η εξέγερση….
Οι κολίγοι υπήρξαν οι χαμένοι της ενσωμάτωσης και οι τσιφλικάδες οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το λάθος των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής ήταν ότι εφάρμοσαν το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των κολίγων, βάσει του οθωμανικού δικαίου.
Επί Τουρκοκρατίας, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού (επί της γης, των οικιών, των δασών και των βοσκοτόπων). Με τη νέα κατάσταση, οι έλληνες πλέον τσιφλικάδες, που διαδέχθηκαν τους οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπαροίκου.
Στις 20 Ιανουαρίου 1910 συγκροτήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία της Καρδίτσας, στο οποίο έλαβαν μέρος χιλιάδες αγρότες. Στις 7 Φεβρουαρίου έγιναν συλλαλητήρια στα Τρίκαλα, τη Λάρισα, το Βόλο, το Βελεστίνο, τα Φάρσαλα, την Καρδίτσα. Στις 27 Φεβρουαρίου συγκροτούνται νέα συλλαλητήρια στις θεσσαλικές πόλεις και στην Καρδίτσα ξεσπούν βίαια επεισόδια, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του αγρότη Χρήστου Σάλτα από το Ανώγι και τον τραυματισμό ορισμένων άλλων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Στις 6 Μαρτίου, την ημέρα που τρία χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί ο Αντύπας, οργανώνεται μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα. Με κεντρικά συνθήματα «θέλουμε απαλλοτρίωση», «κάτω οι τσιφλικάδες», «θέλουμε τη Λευτεριά μας» οι αγρότες ετοιμάζονται για σύγκρουση με το καθεστώς .Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο. Στη στάση στο Κιλελέρ οι κολίγοι που επιβιβάζονται μετά από διαταγή του διευθυντή των σιδηροδρόμων Θεσσαλίας αντιμετωπίζονται με τη δύναμη των όπλων του στρατού, με αποτέλεσμα δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Συγκεκριμένα Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, κάπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο, τους το αρνήθηκε. Οι χωρικοί οργίστηκαν κι πέρασαν στην αντεπίθεση .Λιθοβολούν το συρμό, σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές από ομάδα 800 χωρικών. Οι άνδρες της στρατιωτικής δύναμης που ευρίσκοντο εντός του τρένου και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι χωρικοί εξαγριώνονται και τους επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο ή κατ' άλλους τέσσερις χωρικοί και να τραυματισθούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο χωριό Τσουλάρ (σήμερα Μελία), με δύο νεκρούς χωρικούς και 15 τραυματίες. Η είδηση της αιματοχυσίας φτάνει στους συγκεντρωμένους διαδηλωτές στη Λάρισα όπου ξεσπούν συγκρούσεις και οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό.
Μετά την εξέγερση και τη σφαγή των αγροτών στις 6 Μάρτη του 1910 η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη προχώρησε σε συλλήψεις και οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών.
Οι κυβερνήσεις όμως που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια, μπροστά στην απειλή νέων εξεγέρσεων προχώρησαν σταδιακά στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και μέχρι το 1955 το μεγαλύτερο μέρος της γης αποδόθηκε στους αγρότες.
Στις επόμενες δεκαετίες, στη θέση των παλιών τσιφλικάδων θα μπούν νέοι γαιοκτήμονες, οι έμποροι, οι αγροβιομηχανίες, οι τράπεζες, οι πολυεθνικές, κι γη θα αρχίσει να συγκεντρώνεται και να περνά στον έλεγχό τους ενώ ο αγροτικός πληθυσμός συρρικνώνεται ραγδαία.
Αιτήματα..
Με βασικά συνθήματα «θέλουμε απαλλοτρίωση», «κάτω οι τσιφλικάδες», «θέλουμε τη Λευτεριά μας» μέσα σε ένα αυθόρμητο κλίμα , αλλά και σε μια πιο οργανωμένη κίνηση με διεκδικήσεις από το κράτος οι αγρότες έθεσαν κάποια αιτήματα ζητώντας άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών
Τα βασικά αιτήματα …
«1. Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικάδων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
2. Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου δια της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ότι νομίζει η κυβέρνησις καλύτερον.
3. Εκφράζει την βαθιάν λύπην και οδύνην του δια την εκ μέρος των Αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, τα θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Ο φοιτητής Γεώργιος Σχοινάς διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, που απεστάλη στη Βουλή και την Κυβέρνηση στην Πλατεία της Θέμιδος.
Υ.Γ: Το κείμενο αυτο αποτελεί προσπάθεια περίληψης της εκπομπής που πραγματοποιήθηκε στις 30 Γενάρη 2010
Υ.Γ: Το κείμενο αυτο αποτελεί προσπάθεια περίληψης της εκπομπής που πραγματοποιήθηκε στις 30 Γενάρη 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου