H προσωπική μαρτυρία της Αδαμαντίας Παπαπαναγιωτάκη για τον έγκλεισμό αυτής και του συζύγου της Κώστα Παπανικολάου στο ψυχιατρικό κολαστήρι:
Την Τετάρτη 16-6-2010, όλως παρανόμως, σπάζοντας τέσσερις κλειδαριές του διαμερίσματός μας στο Π. Φάληρο Αττικής και συγκεκριμένα στην οδό Πλούτωνος αρ. 3 για να μπούνε μέσα άντρες των ειδικών δυνάμεων μαζί με όργανα του τμήματος Π. Φαλήρου και Εισαγγελέα όπως μας είπε ο ίδιος, ( που μέχρι σήμερα 23-6-2010 δεν έχουμε μάθει το όνομά του, αν και το ζητήσαμε επανειλημμένως), μας πήραν βιαίως και τα τρία μέλη της οικογένειας τόσο τους γονείς όσο και το παιδί μας. Και ενώ μας είπαν ότι πρέπει να διευθετήσουμε ένα θέμα στο Α.Τ. Π. Φαλήρου μας κατέβασαν κάτω και μας έβαλαν σε νοσοκομειακό αυτοκίνητο και τους τρεις τσουβαλιαστούς και μας οδήγησαν, χωρίς πριν να μας ανακοινώσουν ο,τιδήποτε, στο Δημόσιο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο (Δαφνί) και συγκεκριμένα στα εξωτερικά ιατρεία.
Πριν φύγουμε από το διαμέρισμά μας προλάβαμε και ενημερώσαμε (για την παράνομη, απαράδεκτη και αχαρακτήριστη ενέργεια εναντίον μας), τηλεφωνικώς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, τον Εισαγγελέα άσκησης ποινικής διώξεως, το Δικηγορικό Σύλλογο και αυτό βέβαια μέσα σε διάστημα 5 λεπτών, αφού δεν μας επιτράπηκε περισσότερος χρόνος, ώστε να είναι εις γνώσιν τους ό,τι διαλαμβανόταν εκείνη τη στιγμή.
Στα εξωτερικά ιατρεία όπου μας πήγαν, αφού περιμέναμε λίγο μιλήσαμε με κάποιους γιατρούς (τα ονόματά τους δεν τα ξέρουμε ακόμα), οι οποίοι και μας ενημέρωσαν για πρώτη φορά ότι υπήρχε μια εισαγγελική παραγγελία βάσει μιας καταγγελίας που έχει γίνει εναντίον μας, χωρίς να μας ειπωθούν ονόματα ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία.
Μας είπαν μόνο ότι η καταγγελία ανέφερε ότι είχαμε βρίσει γείτονα και ότι είχανε γίνει κάποιες καταστροφές στην πολυκατοικία που κάποιοι έμμεσα μάς ενοχοποιούσαν γι’ αυτές.
Ας σημειωθεί ότι φεύγοντας από το διαμέρισμά μας συνοδεία των παραπάνω, αυτό αφέθηκε ανοιχτό με σπασμένες όλες τις κλειδαριές και πλήρως κατεστραμμένες έτσι ώστε να παραμένει στη διάθεση του οποιουδήποτε, από την ημέρα που μας πήραν βιαίως, με την επιβαρυντική δε περίπτωση ότι στο διαμέρισμα αυτό στεγάζεται και το γραφείο μας και υπάρχουν μέσα φάκελοι και δεδομένα που θα έπρεπε να προστατευθούν με βάσει το επαγγελματικό απόρρητο.
Επίσης, δεν μας εξήγησαν που πηγαίναμε, οπότε ούτε ρούχα πήραμε μαζί μας ούτε και χρήματα για να ανταπεξέλθουμε των καταστάσεων που επακολούθησαν. Στη φάση αυτή, λοιπόν, και όσο είμαστε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου δεν μας αναφέρθηκε τίποτα για το παιδί μας μόνο μας ρώτησαν το όνομά του και την ηλικία του.
Αφού τους απαντήσαμε, «λογικοφανή επιχειρήματα», σε όλα τα ερωτήματά τους αναλυτικά και διεξοδικά και όπως ισχυρίστηκαν οι ίδιοι μετέπειτα σε έγγραφο που συνέταξαν πάνω σ’ αυτά που ειπώθηκαν στη γρήγορη σχετικά μεταξύ μας συνάντηση με και αφού μας ζητήθηκε να βγούμε έξω, μετά από λίγο μας ανακοινώθηκε ότι θα εισαχθούμε για παρατήρηση ολίγων ημερών σε άλλη ειδική αίθουσα του νοσοκομείου όπου και πήγαμε.
Ποτέ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μας είπαν ότι υποχρεούμαστε να εξεταστούμε χωριστά μια και θα μπορούσαν να μας εισάγουν στο ίδιο τμήμα τόσο γιατί είμαστε οικογένεια όσο και επειδή ο σύζυγός μου Κων/νος Παπανικολάου έχει μειωμένη δυνατότητα οράσεως, αφού του έχει διαγνωστεί εδώ και κάποια διάστημα καταρράχτης στα μάτια και μάλιστα στο ένα κυρίως πρέπει να έχει ωριμάσει πολύ. Αυτό δεν του επιτρέπει να αυτοεξυπηρετηθεί και πρέπει να έχει κάθε στιγμή άνθρωπο δίπλα του για οποιαδήποτε ανάγκη μπορεί να προκύψει αλλιώς υφίσταται μέγας κίνδυνος σωματικής ακεραιότητος γι’ αυτόν, ακόμα και κίνδυνος ζωής.
Αντί γι’ αυτό μας οδήγησαν με νοσοκομειακό αυτοκίνητο σε ένα από τα κτίρια του νοσοκομείου αυτού και συγκεκριμένα στο 5ο τμήμα και βιαίως απέσπασαν από μας το σύζυγό μου Κων/νο Παπανικολάου τραβώντας τον, τον έβαλαν μέσα από μια πόρτα και αμέσως κλείδωσαν ενώ εμάς μας οδήγησαν στο δεύτερο όροφο του αυτού κτιρίου όπου στεγάζεται το 6ο τμήμα και αν και τους είπα ότι δεν πρόκειται να αποχωριστώ το παιδί μου αφού μάλιστα με διαβεβαίωσαν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, αντίθετα μας διαχώρισαν και πάλι βιαίως τραβώντας το παιδί απ’ τα χέρια μου και κατευθύνοντας το προς τα σκαλιά και παίρνοντάς το προς άγνωστη κατεύθυνση με έβαλαν μέσα από μια πόρτα την οποία και μετά επίσης κλείδωσαν όπου όπως έμαθα αργότερα στεγάζεται το 6οτμήμα. Το παιδί βέβαια σ’ όλο αυτό το διάστημα φώναζε και έκλαιγε τρομαγμένο ζητώντας με και μη θέλοντας να με αποχωριστεί με κανένα τρόπο. Μετά απ’ αυτό με έβαλαν στο συγκεκριμένο τμήμα και αφού έλεγξαν τα πράγματα που είχα μαζί μου, το ίδιο και στον σύζυγό μου στον κάτω όροφο, μας τοποθέτησαν εμένα στο θάλαμο 9 και εκείνον στον θάλαμο 7.
Από την πρώτη στιγμή ρωτούσα να μάθω πού βρίσκεται το παιδί, τελικά το έμαθα την Παρασκευή 18-6-2010 και συγκεκριμένα ότι βρίσκεται στο Νοσοκομείο Παίδων Αγ. Σοφίας από την γιατρό που εξέτασε κα Θάνου.
Σε ό,τι έχει σχέση με το παιδί, αρχικά όσες φορές έπαιρνα κι εγώ αλλά και πρόσωπα συγγενικά και φιλικά μου στο Αγ. Σοφίας μας έλεγαν ότι δεν υπάρχει τέτοια εισαγωγή, μετέπειτα μας μπέρδεψαν ότι ήταν στον 5ο όροφο και τελικά το Σάββατο 19/6 έμαθα ότι είναι στον 6ο όροφο αυτού του νοσοκομείου όπου τηλεφώνησα και μίλησα με την κα Γκίκα, γιατρό της κλινικής αυτής, η οποία και αφού της είπα ότι είμαι η μητέρα του, μου είπε ότι το παιδί είναι πολύ καλά, έχει γυναίκα δίπλα του, είναι υγιέστατο και το μόνο πρόβλημα είναι ότι ζητάει τους γονείς του. Εκείνοι του λένε ότι είναι σε μια δουλειά ο μπαμπάς και η μαμά και θα γυρίσουν να το πάρουν, μάλιστα με ρώτησε η γιατρός πότε θα μπορέσω να πάω.
Της εξήγησα ότι αυτό πρέπει να το αποφασίσει η γιατρός του τμήματός μου κα Μαραγκουδάκη και αν μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί της κι αυτοί να της εκθέσουν τα δεδομένα.
Μου είπε ότι από ότι ήξερε εκείνη, το παιδί πήγε εκεί γιατί δεν είχα που να το αφήσω. Της εξήγησα ότι είναι ψευδές κάτι τέτοιο γιατί είχα πολύ καλούς και έμπιστους ανθρώπους δικούς μου να πάω το παιδί αλλά δυστυχώς δεν μας άφησαν ούτε χρόνο, ούτε δικαίωμα επιλογής για κάτι τέτοιο. Μετέπειτα καθημερινά έπαιρνα τηλέφωνο στο νοσοκομείο και επικοινωνούσα με τις νοσηλεύτριες ως προς το παιδί.
Όπως όμως έμαθα αργότερα κι όταν πια επιτράπηκαν οι επισκέψεις σ’ αυτό από δικούς μου ανθρώπους το παιδί από την λύπη του, αφού στερείται της φυσικής επικοινωνίας με τους γονείς του, δεν τρώει αλλά και ούτε ρούχα έχει να αλλάξει, τα δικά του κάπου έχουν χαθεί και άλλα που του δίνουν δεν του κάνουν. Υπάρχει άνθρωπος δίπλα του, αλλά αυτό βέβαια δεν μπορεί να αναπληρώσει τους γονείς.
Ο σύζυγός μου αφού εισήχθη στο 5ο τμήμα της ψυχιατρικής κλινικής αυτής μίλησε με το γιατρό τον υπεύθυνο του τμήματος αυτού και αφού τον ρώτησε –μετά από μια σύντομη συνέντευξη– αν μπορεί εκείνος πια να ζητήσει να λήξει η κράτηση, εκείνος του απάντησε ότι δυστυχώς θα πρέπει να τηρήσει την εντολή που είχε από τους γιατρούς που μας εξέτασαν στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, ας σημειωθεί και πάλι για δέκα λεπτά το πολύ. Αρνήθηκε να δώσει αίμα ενώ του πήραν την πίεση και από κει και μετά άρχισαν οι επανειλημμένες ενέσεις, παρά την αρχική του αντίδραση, βιαίως, για να βρίσκεται σε πλήρη καταστολή τις περισσότερες ώρες και όσες ώρες δεν βρισκόταν, νόμιζε ότι βρίσκεται αλλού, δεν είχε επίγνωση του χώρου που βρισκόταν πραγματικά, δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά αφού η γλώσσα του είχε λίγο γυρίσει, τον αφήναν να κάθεται στο πάτωμα μη φροντίζοντας έστω να τον τοποθετήσουν σε μια καρέκλα, μάλιστα σε αυτή την κατάσταση τον βρήκε και δικηγόρος-φίλη που της επιτράπηκε τελικά να τον επισκεφτεί και γενικά ήταν σε άθλια κατάσταση. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι πολύ φίλοι και συγγενείς που είπαν ότι μαθαίνοντας το τι συνέβη και ερχόμενοι να μας δουν τους έλεγαν ότι δεν μπορούν και τους έδιωχναν.
Εκτός από τα παραπάνω και ενώ οι γιατροί γνώριζαν από την πρώτη στιγμή ότι είχε καταρράκτη σε πολύ ώριμη φάση στο ένα μάτι και αρκετά στο άλλο και δεν είχε τη δυνατότητα να αυτοεξυπηρετηθεί ούτε στις βασικές ανάγκες του, κάτι που θα μπορούσε να διευκολυνθεί αν μας έβαζαν στο ίδιο τμήμα πατέρα και μητέρα μια και α) τα τμήματα είναι μεικτά ανδρών-γυναικών, β) χωρίς διαχωρισμό της σοβαρότητας της κατάστασης του φερομένου ως ασθενούς, γ) δεν είχαν την δυνατότητα παροχής νοσηλευτή ειδικά για εκείνον ή έστω να είναι σε επιφυλακή μήπως προκύψει οποιανδήποτε ανάγκη. Αντίθετα, ο όροφος εξυπηρετείται από 2 έως 3 νοσηλευτές ανά βάρδια οι οποίοι όμως υποχρεούνται να εξυπηρετούν γύρω στα 30 άτομα, κάτι το φυσικά αδύνατο και ειδικά για ένα άτομο με τα αναφερόμενα προβλήματα όρασης.
Το παραπάνω αίτημα το προβάλαμε επανειλημμένα από την αρχή του ακούσιου εγκλεισμού μας, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν έγινε δεκτό. Από Παρασκευή 18-6-2010 μου επιτρέψανε να κατεβαίνω κάτω αλλά μόνο για τις ώρες του επισκεπτηρίου δηλαδή 10.30 πμ ως 12.30 μμ και 5.30 μμ έως 7.30 μμ για να τον βοηθάω αλλά και επειδή ήθελε ένα άτομο της εμπιστοσύνης του να ελέγχει όσο μπορεί σε ποιες διαδικασίες τον υποβάλλουν.
Κάποιες δε φορές που παραβίασα για λίγο το ωράριο και πάντα γιατί δεν προλάβαινα να ολοκληρώσω τη βοήθεια που του προσέφερα με εκβίαζαν ότι θα μου κοπεί και αυτό το δικαίωμα που με τόσο κόπο είχα κερδίσει. Έτσι ώρες που θα είχε ανάγκη ένας ασθενής όπως ο σύζυγός μου εξαιτίας των παραπάνω, όπως είναι για παράδειγμα οι βραδινές ώρες δυστυχώς δεν μπορούσα και δεν μου επιτρεπόταν να τον βοηθήσω. Εμένα αφού με πήγαν στο 6ο τμήμα, ερεύνησαν τα προσωπικά μου αντικείμενα, μου πήραν το κινητό τηλέφωνο, με τοποθέτησαν στο θάλαμο 9 και χωρίς άλλη πληροφόρηση μου είπαν ότι έπρεπε να περιμένω τους γιατρούς να μιλήσω μαζί τους. Την Τετάρτη το μεσημέρι μίλησα τελικά με την κα Μαραγκουδάκη υπεύθυνη του τμήματος για 10΄ περίπου αφού, όπως μου είπε, δεν είχε χρόνο.
Την επομένη μίλησα με την κα Θάνου ψυχίατρο και την κα Παππά παιδοψυχολόγο και όπως που είπε είχε διατελέσει και νηπιαγωγός. Τους εξέθεσα αναλυτικά τα θέματα με βάση την καταγγελία όπως μου την διάβασαν, σαθρή από άκρο εις άκρο, χωρίς ουσία και τόσο επουσιώδης που δεν μπορούσε επ’ ουδενί να στηρίξει τον εδώ εγκλεισμό και κράτησή μας (συγκεκριμένα έλεγε ότι βρίσαμε γείτονα, ότι γράψαμε ένα σύνθημα στον τοίχο του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας μας, καθ’ όλα όμως αιτιολογημένο και όχι υβριστικό και που αφορούσε την ιδιοκτήτρια του τρίτου ορόφου «υπάλληλο Πολεοδομίας» Δ. Μ.. Τους εξέθεσα και τα γενικότερα αίτια που δημιούργησαν αυτήν την καθόλα ψευδή και συκοφαντική καταγγελία την οποία οικειοποιήθηκε ο συγκεκριμένος εισαγγελέας που έβγαλε αυτή την συκοφαντική παραγγελία εναντίον μας.
Όλα αυτά όπως σιγά-σιγά ήδη αποδεικνύεται γίνονται (και μετά απ’ αυτό που συνέβη έχουμε ενδείξεις, σοβαρές) επειδή έχει μηνυθεί και καταδικαστεί από μας όργανο του Α.Τ. Παλαιού Φαλήρου για παράνομη κατακράτηση (γράφτηκε και άρθρο στο τότε φύλλο της Ελευθεροτυπίας), αλλά και ενόψει εκδίκασης αστικών αγωγών κατά αστυνομιών οργάνων τόσο του οικείου τμήματος του Παλ. Φαλήρου όσο και οργάνων της ΓΑΔΑ, Εισαγγελέων, Κοινωνικών λειτουργών και ιδιωτών όπου ζητιούνται, αποζημιώσεις για παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, προσωπικών δεδομένων κλπ.
Αδαμαντία Παπαπαναγιωτάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου