Στις 21 Φεβρουαρίου 2000, ο υποδιοικητής Μάρκος έγραψε μία επιστολή στο μακαρίτη πια Μεξικανό συγγραφέα Φερνάντο Μπενίτες. Το γράμμα περιείχε ένα αφήγημα «με το οποίο προσπαθούμε επίσης να θυμόμαστε εκείνους που σήμερα δεν βρίσκονται μαζί μας, ήταν όμως παλιότερα και έδωσαν τη δυνατότητα να υπάρχουμε εμείς σήμερα». Ο σουμπ (Subcomandante Marcos) αναφερόταν τότε στον υποδιοικητή Πέδρο, που έπεσε στη μάχη τα ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου 1994.
Στην ιστορία που o στρατιωτικός αρχηγός του EZLN διηγήθηκε τότε, εμφανιζόταν ο υποδιοικητής Πέδρο να μιλά σε πρώτο πρόσωπο, σαν να διηγείται την προσωπική του ιστορία από την άλλη πλευρά, την πλευρά του θανάτου. Λέει λοιπόν ο σουμπ Πέδρο:
«Tη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ο ήλιος δεν προχωρούσε ίσια, αλλά πήγαινε απ’ το πλάι, όπως σας λέω, δίχως να σκαρφαλώσει εκεί που δεν θυμάμαι τώρα δα πως το λένε, αλλά κάποια φορά μας το είπε ο σουμπ. Λες κι ο ήλιος ήταν κρύος. Λοιπόν… εκείνη τη μέρα όλα ήταν κρύα. Όμως… όχι όλα. Εμείς είχαμε ζεσταθεί. Λες και το αίμα, ή ότι κι αν είναι αυτό που έχουμε μέσα στο σώμα μας, είχε πυρετό. Δεν θυμάμαι πως ήταν αυτό που είπε ο σουμπ, το ζενίθ, ή κάτι τέτοιο, δηλαδή όταν ο ήλιος φτάσει στο πιο ψηλό του. Όμως εκείνη τη μέρα όχι. Ήταν σαν να γέρνει. Εμείς συνεχίζαμε να προχωράμε. Εγώ είχα πια πεθάνει, ξάπλα ανάσκελα και είδα καθαρά ότι ο ήλιος δεν πήγαινε ίσια, αλλά προχωρούσε από το πλάι. Εκείνη τη μέρα είχαμε πεθάνει όλοι και παρ’ όλα αυτά προχωρούσαμε. Γι’ αυτό ο σουμπ έγραψε εκείνο το «είμαστε οι παντοτινοί νεκροί, πεθαίνοντας άλλη μια φορά, όμως τώρα για να ζήσουμε». Πότε ακριβώς πεθάναμε όλοι; Στ’ αλήθεια δεν θυμάμαι, όμως εκείνη τη μέρα που ο ήλιος προχωρούσε απ’ το πλάι ήμαστε όλοι πεθαμένοι. Όλοι και όλες, γιατί ήταν και γυναίκες. Νομίζω ότι γι’ αυτό δεν μπορούσαν να μας σκοτώσουν. Φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να σκοτώσεις έναν πεθαμένο, αφού ο πεθαμένος δεν φοβάται να πεθάνει, αφού έτσι κι αλλιώς είναι πια νεκρός. Εκείνη τη μέρα το πρωί ο κόσμος το’ βαλε στα πόδια. Δεν ξέρω αν επειδή άρχισε ο πόλεμος ή επειδή είδαν τόσους νεκρούς να προχωρούν, βαδίζοντας όπως πάντα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς όνομα. Λοιπόν, στην αρχή ο κόσμος έτρεχε, μετά δεν έτρεχε. Ύστερα σταματούσε και πλησίαζε για να ακούσει τι λέγαμε. Τι γεγονότα! Συνειδητοποιώντας κάποιος ότι ήταν ζωντανός, πλησίαζε σαν χαζός για να ακούσει αυτά που έλεγε ένας νεκρός! Λες και σκεφτόταν ότι οι πεθαμένοι δεν έχουν τίποτα να πουν. Αφού είναι νεκροί. Αφού δουλειά των νεκρών είναι να μας τρομάζουν, όχι να μας μιλάνε. Θυμάμαι που στον τόπο μου έλεγαν ότι οι πεθαμένοι που ακόμα περπατάνε, το κάνουν γιατί έχουν αφήσει κάποια εκκρεμότητα, γι’ αυτό δεν κάθονται ήσυχοι. Έτσι έλεγαν στο χωριό μου. Νομίζω ότι ο τόπος μου λέγεται Μιτσοακάν, αν και δεν θυμάμαι καλά. Πάλι δεν θυμάμαι καλά, αλλά νομίζω ότι εμένα με λένε Πέδρο ή Μανουέλ ή δεν ξέρω τι, νομίζω ότι σίγουρα δεν έχει σημασία πως λένε έναν πεθαμένο αφού είναι πια νεκρός. Ίσως αν κάποιος είναι ζωντανός, τότε μάλιστα, έχει σημασία πως τον λένε, όμως άμα πεθάνει, ποιος ο λόγος;
Λοιπόν, το θέμα είναι ότι αυτός ο κόσμος, μετά την τρεχάλα, πλησίασε για να ακούσει τι του λέγαμε όλοι εμείς οι πεθαμένοι. Και τότε, να πούμε, αρχίσαμε να μιλάμε, έτσι όπως μιλάμε εμείς οι νεκροί, δηλαδή ψιλοκουβεντούλα, έτσι, χωρίς πολλά πολλά, σαν κάποιος να έλεγε κάτι σε κάποιον άλλο και να μην ήταν πεθαμένος αλλά ζωντανός. Δε θυμάμαι καν τι λέγαμε. Εντάξει… λιγάκι ναι. Κάτι για το ότι ήμαστε νεκροί και σε πόλεμο.
Τα ξημερώματα είχαμε πάρει την πόλη. Το μεσημέρι ετοιμαζόμασταν για να πάμε σε μια άλλη. Το μεσημέρι εγώ είχα ήδη πλαγιάσει, όμως είδα πεντακάθαρα ότι ο ήλιος δεν πήγαινε ίσια και είδα ότι έκανε κρύο. Είδα, όμως δεν ένιωσα, γιατί οι νεκροί δεν νιώθουν, όμως βλέπουν. Είδα ότι έκανε κρύο, γιατί ο ήλιος λες κι ήταν σβησμένος, πολύ χλωμός, σαν να κρύωνε. Όλοι έτρεχαν από δω κι από κει. Εγώ όμως όχι, έμεινα ξαπλωμένος ανάσκελα, βλέποντας τον ήλιο και προσπαθώντας να θυμηθώ πως είπε ο σουμπ ότι λέγεται όταν ο ήλιος φτάσει πολύ ψηλά, όταν τελειώσει με το ανέβασμα και αρχίσει να πέφτει από την άλλη πλευρά. Λες και τον πιάνει η στεναχώρια τον ήλιο, και φεύγει και κρύβεται πίσω από κείνο το λόφο. Δεν κατάλαβα πότε πήγε ο ήλιος να κρυφτεί. Έτσι όπως ήμουν, δεν μπορούσα να γυρίσω το κεφάλι, μπορούσα να βλέπω μόνο ίσια πάνω και, δίχως να γυρίζω, όσα λίγα έπιανα απ’ τη μία και απ’ τη άλλη πλευρά. Γι’ αυτό και είδα ότι ο ήλιος δεν πήγαινε ίσια, παρά πήγαινε στο πλάι, φαινόταν στεναχωρημένος, σαν να φοβόταν να σκαρφαλώσει εκεί που τώρα δε θυμάμαι πως είχε πει ο σουμπ πως το λένε, ίσως να το θυμηθώ σε λιγάκι.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα γιατί σκίστηκε λιγάκι η πέτρα και άνοιξε μια χαραμάδα, λεπτή σαν μαχαιριά, και έτσι μπόρεσα να δω τον ουρανό και τον ήλιο να προχωράει πάλι απ’ το πλάι, όπως εκείνη τη μέρα. Δεν μπορείς να δεις τίποτ’ άλλο. Έτσι ξαπλωμένος όπως είμαι, μόλις που βλέπω τον ουρανό. Δεν έχει πολλά σύννεφα κι ο ήλιος φαίνεται χλωμός, κάνει κρύο, δηλαδή. Και τότε θυμήθηκα εκείνη τη μέρα που εμείς οι νεκροί ξεκινήσαμε αυτόν τον πόλεμο για να μιλήσουμε. Ναι, για να μιλήσουμε. Για ποιόν άλλο λόγο θα πολεμούσαμε οι πεθαμένοι;
Σας έλεγα ότι από αυτή τη χαραμάδα μπορούσες να δεις τον ουρανό. Από κει περνάνε ελικόπτερα και αεροπλάνα. Πάνε κι έρχονται, κάθε μέρα, μερικές φορές ακόμα και τη νύχτα. Εκείνοι δεν το ξέρουν, όμως εγώ τους βλέπω, τους βλέπω και τους παραφυλάω. Και γελάω. Ναι. Γιατί αν το καλοσκεφτείς αυτά τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα έρχονται κατά δω επειδή μας φοβούνται. Ναι, τώρα ξέρω ότι σίγουρα οι νεκροί προκαλούν φόβο, όμως αυτό που φοβούνται αυτά τα αεροπλάνα κι αυτά τα ελικόπτερα είναι μην αρχίσουμε εμείς οι νεκροί να προχωράμε και πάλι. Και δεν ξέρω γιατί κάνουν τόση φασαρία, αφού τελικά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, αφού είμαστε πια πεθαμένοι. Δεν μπορούν αν μας σκοτώσουν. Ίσως γιατί θέλουν να δουν και να προειδοποιήσουν έγκαιρα εκείνον που τους διατάζει. Δεν ξέρω. Ξέρω, όμως, ότι ο φόβος μυρίζει και η μυρωδιά του φόβου του ισχυρού είναι σαν τη μυρωδιά της μηχανής, σαν βενζίνη και λάδι και μέταλλο και μπαρούτι και θόρυβο και… και… και φόβο. Ναι, ο φόβος μυρίζει φόβο, και φόβο μυρίζουν αυτά τα αεροπλάνα κι αυτά τα ελικόπτερα. Φόβο μυρίζει ο αέρας που έρχεται από πάνω. Ο αέρας από κάτω, όμως, όχι. Αυτός μυρίζει ωραία, λες και τα πράγματα ν’ αλλάζουν, λες και όλα να καλυτερεύουν, να γίνονται πιο όμορφα. Ελπίδα: έτσι μυρίζει ο αέρας από κάτω. Εμείς είμαστε από κάτω. Εμείς και πολλοί σαν κι εμάς. Ναι, λοιπόν, εκεί βρίσκεται το ζήτημα: αυτή τη μέρα οι νεκροί μυρίζουν ελπίδα.
Όλα αυτά τα βλέπω από τη χαραμάδα και τα ακούω. Νομίζω, και συμφωνούν κι οι γείτονές μου (το ξέρω αφού αυτοί μου το είπαν), ότι δεν είναι σωστό ο ήλιος να περπατά στο πλάι και ότι πρέπει να τον φέρουμε στα ίσια του. Να προχωράει έτσι, στο πλάι, εντελώς χλωμός και κρυουλιάρης; Ε, όχι, λοιπόν, αφού δουλειά του ήλιου είναι να δίνει ζέστη, όχι να κρυώνει.
Κι αν με ζορίσετε, τότε μέχρι που σας εκάνα και τον πολιτικό αναλυτή. Κοιτάξτε… εγώ λέω ότι το πρόβλημα αυτής της χώρας είναι ότι έχει μόνο αντιφάσεις. Γι’ αυτό κουβαλάει έναν κρύο ήλιο, και οι ζωντανοί βλέπουν και κάνουν τους πεθαμένους, και ο εγκληματίας είναι δικαστής, και το θύμα βρίσκεται στη φυλακή, και ο ψεύτης είναι στην κυβέρνηση, και η αλήθεια διώκεται σαν αρρώστια, και οι φοιτητές φυλακίζονται και οι κλέφτες είναι ελεύθεροι, κι ο άσχετος μοιράζει έδρες, και ο σοφός αγνοείται, κι ο αργόσχολος είναι πλούσιος, κι εκείνος που δουλεύει δεν έχει τίποτα, και οι λίγοι διατάζουν, και οι πολλοί υπακούουν, κι όποιος έχει πολλά αποκτά περισσότερα, κι όποιος έχει λίγα δεν έχει τίποτα, και επιβραβεύεται ο κακός, και τιμωρείται ο καλός.
Και όχι μόνο αυτό, κι από πάνω, εδώ, οι νεκροί μιλάνε και προχωράνε και κάνουν τα παράξενά τους, όπως να προσπαθούν να ισιώσουν έναν ήλιο που κρυώνει και… κοιτάξτε τον μόνο… προχωράει στο πλάι, χωρίς να φτάνει σ’ εκείνο το σημείο που δεν θυμάμαι πως το λένε, όμως ο σουμπ μας το’ πε μια φορά. Κάποια μέρα θα το θυμηθώ».
( από το βιβλίο της Γκλόρια Ραμίρεζ «Η φωτιά κι ο λόγος»)
Jaquou Utopie
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου